- οφειλέτης
- ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος)1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῑς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)2. (κατ' επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικόνεοελλ.(νομ.) το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε παροχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφείλω + επίθημα -έτης (πρβλ. επ-έτης)].
Dictionary of Greek. 2013.